κυαθότης

κυαθότης
κυαθότης
cuphood
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυαθότης — κυαθότης, ητος, ἡ (Α) [κύαθος] (λέξη που επινοήθηκε από τον Πλάτωνα) η αφηρημένη φύση ή έννοια τού κυάθου …   Dictionary of Greek

  • κυαθότητα — κυαθότης cuphood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”